Η επιτροπή για την Ευρώπη έχει ήδη ξεκινήσει την επεξεργασία θέσεων για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον ειδικό χώρο που δημιουργήθηκε στην ιστοσελίδα, τα μέλη, οι φίλοι και οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να δημοσιοποιήσουν τις απόψεις τους, τις παρατηρήσεις τους, τις προτάσεις ή τις σκέψεις τους. Σήμερα αναδημοσιεύουμε την παρέμβαση του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου
Blog "Ο ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΕΑ ΣΜΥΡΝΗ"
-----
Για μια άλλη Ευρώπη. Για ένα θεμελειακά νέο δημιούργημα στην Ευρώπη
του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου,
μέλους της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
«Είμαστε πεπεισμένοι…ότι το σοσιαλιστικό κράτος
δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στους θεσμούς του
καπιταλιστικού κράτους. Αλλά ότι είναι βασικά ένα
νέο δημιούργημα σε σχέση με αυτούς τους θεσμούς...».
(Α. Γκράμσι : Η κατάκτηση του κράτους)
Οικονομική άνοδος και πρώτη φάση ενοποίησης
Με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στη Ρώμη, στα 1957, οι κύριες καπιταλιστικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης επιχείρησαν, μέσα σε ένα φόντο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, να συγκεντρώσουν τους πόρους και τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική αδυναμία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, να αποφύγουν τις κοινωνικές αναταραχές και τις απειλές ενός ισχυρού εργατικού κινήματος, που εμφανίζονταν δυναμικά στην Ιταλία, τη Γαλλία, τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη - τέλος να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
δεν μπορεί να ενσαρκωθεί στους θεσμούς του
καπιταλιστικού κράτους. Αλλά ότι είναι βασικά ένα
νέο δημιούργημα σε σχέση με αυτούς τους θεσμούς...».
(Α. Γκράμσι : Η κατάκτηση του κράτους)
Οικονομική άνοδος και πρώτη φάση ενοποίησης
Με τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας στη Ρώμη, στα 1957, οι κύριες καπιταλιστικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης επιχείρησαν, μέσα σε ένα φόντο ραγδαίας οικονομικής ανάπτυξης, να συγκεντρώσουν τους πόρους και τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν την οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική αδυναμία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, να αποφύγουν τις κοινωνικές αναταραχές και τις απειλές ενός ισχυρού εργατικού κινήματος, που εμφανίζονταν δυναμικά στην Ιταλία, τη Γαλλία, τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη - τέλος να ξεπεράσουν τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.
Τη σύγχρονη περίοδο - περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ανθρώπινη ιστορία - οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν ουσιαστικά και αμετάκλητα αναπτυχθεί σε δυσαναλογία με τα πλαίσια του εθνικού κράτους και έχουν πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Από την άποψη αυτή η τάση για οικονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης αντιπροσωπεύει τις ανάγκες των επιμέρους εθνικών οικονομιών να ξεπεράσουν τους φραγμούς των τελωνειακών και κρατικών συνόρων. Οι επιχειρηματίες σ' ολόκληρο τον κόσμο και ιδιαίτερα οι Ευρωπαίοι - στην ουσία τα μεγάλα υπερεθνικά μονοπώλια - συμπεριφέρονται εδώ και δεκαετίες όπως ο Μαρξ είχε προβλέψει στο «Κεφάλαιο».
Οι συνθήκες που υπογράφονται, από την ιδρυτική διακήρυξη του 1957 μέχρι αυτές του Μάαστριχτ και του συνόλου των συνθηκών που διέπουν την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν το θεσμικό πλαίσιο της διαδικασίας, συγκεντροποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Το γεγονός ότι η συγκρότηση της «ενιαίας Ευρώπης» γίνεται από τα «πάνω», και σε καπιταλιστική βάση, αποκαλύπτει απλά την αδυναμία των νέων κοινωνικών δυνάμεων να εκπληρώσουν τον ιστορικό τους ρόλο: ν' απαλλάξουν την ανθρωπότητα από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και το εθνικό κράτος.
Στην ιστορία έχει συμβεί περισσότερο από μία φορά, όταν οι νέες κοινωνικές δυνάμεις δεν είναι αρκετά ισχυρές ή ώριμες για να λύσουν έγκαιρα τα ιστορικά καθήκοντα που έχουν ωριμάσει, τότε αναλαμβάνουν τη λύση των προβλημάτων αυτών οι συντηρητικές δυνάμεις του παρελθόντος. Στη Γερμανία ο Βίσμαρκ και οι γαιοκτήμονες «γιούνγκερς» ενοποίησαν - έπειτα από την αποτυχία της δημοκρατικής επανάστασης του 1848 - τα επιμέρους γερμανικά κρατίδια σ' ένα ενιαίο κράτος και από την άποψη αυτή επετέλεσαν ένα καθήκον που η ιστορία είχε αναθέσει στη βιομηχανική αστική τάξη. Στην Ιαπωνία, στα 1868, η από τα πάνω επανάσταση της «Αυτοκρατορικής Παλινόρθωσης», μια παραμορφωμένη αστική επανάσταση, ανατρέποντας το παμπάλαιο καθεστώς και τις καθυστερημένες δομές, συνετέλεσε στην επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στα ιαπωνικά νησιά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η τάση για ενοποίηση της Ευρώπης μέσα από την άρση των εθνικών συνόρων - ένα ιστορικό καθήκον των δυνάμεων της εργασίας - εκφράζεται στρεβλά, μέσα από αντιφάσεις και υποχωρήσεις, από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός, από την ίδια τη λογική της ανάπτυξης του δεν μπορεί πλέον να υπάρχει σε μια μόνο χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις κυρίαρχες δυνάμεις επικράτησε η τάση για συσπείρωση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, σε βάρος των αστικών τμημάτων που επέμεναν στην εθνική ιδιοκτησία του κεφαλαίου.
Στην ουσία, την πρώτη μεταπολεμική περίοδο η εξαντλημένη από τον πόλεμο ευρωπαϊκή αστική τάξη, ευρισκόμενη ήδη υπό την στρατιωτική αλλά και οικονομική κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, μέσω των τεράστιων ποσών του «Σχεδίου Μάρσαλ» προσανατολίστηκε - ιδιαίτερα οι κυρίαρχες δυνάμεις στη Γαλλία και τη Γερμανία - στην ενοποίηση της κυριολεκτικά κατεστραμμένης, διαιρεμένης και αδύναμης, τότε, καπιταλιστικής Ευρώπης, ώστε να αντιμετωπιστεί η οικονομική παντοδυναμία των ΗΠΑ αλλά και το ισχυρό και μαχητικό εργατικό κίνημα.
Η πρώτη φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης σφραγίστηκε από την οικονομική άνοδο της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Για μια περίοδο 30 και πάνω χρόνων μετά το τέλος του πολέμου, ο παγκόσμιος καπιταλισμός γνώρισε μια πρωτοφανή, με αστικούς όρους, περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, κύρια στις ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες και μερικά στον υπανάπτυκτο κόσμο. Η παραγωγή αναπτύχθηκε μ' ένα ρυθμό από τους μεγαλύτερους στην ιστορία. Οι παραγωγικές δυνάμεις, που αναπτύχθηκαν μετά τις καταστροφές του πολέμου, ήταν πολύ περισσότερες από αυτές που είχαν δημιουργηθεί σ' ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας!
Στην ουσία, η παρατεταμένη ανοδική εξέλιξη που είχαμε στην πρώτη φάση της μεταπολεμικής περιόδου στηρίχθηκε σε μια σειρά παράγοντες που επιδρώντας ο ένας πάνω στον άλλο παρήγαγαν τη μεγαλύτερη οικονομική άνθηση στα πλαίσια του συστήματος. Υπήρξαν βέβαια μερικά διαλείμματα - περιοδικές υφέσεις ή ακόμα και μικρές κρίσεις – που, όμως, αποτελούσαν μικρά μόνο διαλείμματα στην ανοδική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτή η φάση χαρακτηρίστηκε τόσο από ουσιαστικές παραχωρήσεις προς τους εργαζόμενους, στις αποδοχές και τις κοινωνικές παροχές - το περίφημο «κράτος πρόνοιας» - όσο και με τη σταδιακή εξαφάνιση, τουλάχιστον για όσον αφορά τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, των φασιστικών και αυταρχικών καθεστώτων. Στην ουσία ήταν ο αλλαγμένος συσχετισμός, βασικά ανάμεσα στις τάξεις, που υποχρέωσε τις αστικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο να ακολουθήσουν μια πολιτική παραχωρήσεων, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, ώστε να αποφύγουν τη μεταπολεμική κοινωνική κρίση και να περιορίσουν τη μαχητικότητα του εργατικού κινήματος.
Η Ευρώπη, μέσα σ' αυτές τις συνθήκες μπόρεσε ν' απαλλαγεί από τις αφόρητες εθνικές εντάσεις που στο παρελθόν είχαν προκαλέσει δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους. Η παρατεταμένη οικονομική άνοδος διευκόλυνε τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης ακόμα και από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, ακριβώς γιατί εξάλειψε προσωρινά το έδαφος τόσο των κοινωνικών επαναστάσεων - που χαρακτήριζε τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα - όσο και των παραδοσιακών εθνικών ανταγωνισμών.
Με αστικούς όρους η ευρωπαϊκή ενοποίηση, βασισμένη στο γαλλογερμανικό άξονα, προχώρησε περισσότερο απ' όσο και ο πιο διορατικός οπαδός της ευρωπαϊκής ενοποίησης μπορούσε να φανταστεί.
Νεοφιλελευθερισμός
Η μακρά μεταπολεμική άνθηση - βασισμένη στην κεϋνσιανή λογική της καπιταλιστικής διαχείρισης και του κρατικού παρεμβατισμού - αν και οδήγησε σε μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο έκρηξη στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών κλάδων, στην πληροφορική, τη βιοτεχνολογία, τη γενετική κ.λπ., καθώς και σε ανάπτυξη το παγκόσμιο εμπόριο και οικονομία - προκάλεσε, τελικά μια έκρηξη του πληθωρισμού και τεράστια ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, που υπονόμευαν τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας. Κάτω απ' αυτούς τους όρους οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τις «επεκτατικές» θεωρίες της «πολιτικής ζήτησης» που πρέσβευε ο Τζον Μέϋναρντ Κέϋνς και υιοθέτησαν τις σαθρές «μονεταριστικές» αντιλήψεις του Μίλτον Φρίντμαν και των σκληρών νεοφιλελεύθερων.
Νεοφιλελευθερισμός
Η μακρά μεταπολεμική άνθηση - βασισμένη στην κεϋνσιανή λογική της καπιταλιστικής διαχείρισης και του κρατικού παρεμβατισμού - αν και οδήγησε σε μια χωρίς ιστορικό προηγούμενο έκρηξη στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο με τη δημιουργία νέων βιομηχανικών κλάδων, στην πληροφορική, τη βιοτεχνολογία, τη γενετική κ.λπ., καθώς και σε ανάπτυξη το παγκόσμιο εμπόριο και οικονομία - προκάλεσε, τελικά μια έκρηξη του πληθωρισμού και τεράστια ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς, που υπονόμευαν τη βάση της καπιταλιστικής οικονομίας. Κάτω απ' αυτούς τους όρους οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις εγκατέλειψαν τις «επεκτατικές» θεωρίες της «πολιτικής ζήτησης» που πρέσβευε ο Τζον Μέϋναρντ Κέϋνς και υιοθέτησαν τις σαθρές «μονεταριστικές» αντιλήψεις του Μίλτον Φρίντμαν και των σκληρών νεοφιλελεύθερων.
Οι πυρετώδεις και ραγδαίες αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις και τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, που προκάλεσε η κατάρρευση των χωρών που για δεκαετίες κυριαρχούσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» καθώς και η συντριβή των οραμάτων για μια νέα κοινωνία ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα πλατιά λαϊκά στρώματα της ευρωπαϊκής ηπείρου, διευκόλυναν τους νέους αστικούς σχεδιασμούς.
Οι αστοί οικονομολόγοι που την προηγούμενη ιστορική περίοδο θεωρούσαν το κράτος ως πηγή σωτηρίας, τώρα το αντιμετωπίζουν ως την αιτία όλων των δεινών και για το λόγο αυτό προτείνουν τη δραστική του μείωση στο όνομα μιας πολιτικής που απαιτεί «ισχυρή οικονομία» και «ισορροπημένους προϋπολογισμούς». Ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή η βάρβαρη εκδοχή του καπιταλισμού, έγινε τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη πολιτική σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης υποτάχθηκαν μέσα σ' αυτές τις συνθήκες στους αστικούς μονόδρομους του νεοφιλελευθερισμού. Οι συμφωνίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης καθώς και η υλοποίηση των στόχων που απαιτεί η περιβόητη ΟΝΕ αποτελούν, στην ουσία, τις διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης με νεοφιλελεύθερους όρους. Δεν θα ήταν υπερβολή να τις χαρακτηρίσουμε ως την «Magna Carta» του νεοφιλελευθερισμού.
Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, χωρίς αμφιβολία, ενίσχυσε τις τάσεις ενοποίησης. Στο παρελθόν, στην Ευρώπη, οι επιτυχείς τελωνειακές και νομισματικές ενώσεις ήταν, κατά κανόνα, συνδυασμένες με τη δημιουργία βιώσιμων κρατών. Στη Γερμανία, π.χ., η Τελωνειακή Ένωση (Zolverein) του 1830, οδήγησε, μαζί με άλλους παράγοντες βέβαια, στην εθνική ενοποίηση του 1870.
Είναι φανερό, όμως, ότι η σταθερή νομισματική ενοποίηση απαιτεί μακροπρόθεσμα ένα κοινό κρατικό μηχανισμό - ένα ενοποιημένο κράτος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακριβώς επειδή δεν είναι ένα ομόσπονδο κράτος με ισχυρό κρατικό μηχανισμό και οικονομικό προϋπολογισμό (ο προϋπολογισμός της Ένωσης είναι ασήμαντος) είναι σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπο κάθε τμήμα της Ένωσης. Στην πραγματικότητα με την εφαρμογή του ευρώ όλα τα εθνικά νομίσματα «κλειδώθηκαν» σ' ένα άκαμπτο σύστημα με αποτέλεσμα η κάθε χώρα, ακριβώς επειδή δεν μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει την υποτίμηση, να υποχρεώνεται να μεταφέρει τις συνέπειες της κρίσης και τον αδυσώπητο πόλεμο του διεθνούς ανταγωνισμού στις δυνάμεις της εργασίας.
Η Αναθεωρημένη Συνθήκη της Λισσαβώνας - κατά τον ίδιο τρόπο με το αλήστου μνήμης καταψηφισθέν «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» - ανακηρύσσει, ως νέος μωσαϊκός νόμος, τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό ως το αιώνιο πολιτικό σύστημα, εγκαθιδρύοντας «την άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς», ενώ προωθεί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πάνω στα ερείπια των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών και εργατικών δικαιωμάτων.
Η σημερινή πορεία ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σφραγίζεται από το γεγονός ότι η «υπέρβαση» των εθνικών κρατών γίνεται κάτω από τη συντριπτική ηγεμονία του κεφαλαίου και του χρήματος σε βάρος των κοινωνικών κατακτήσεων των εθνικών εργατικών τάξεων, διάφορων κοινωνικών κατηγοριών και ομάδων. Τα προγράμματα «σύγκλισης» δεν επιβάλουν μόνο πολιτικές λιτότητας, αλλά και ιδιωτικοποιήσεις, απολύσεις, «ελαστικές σχέσεις » εργασίας, δραστικούς περιορισμούς στις κοινωνικές δαπάνες, τα ασφαλιστικά δικαιώματα κ.λπ.
Η περιβόητη «σύγκλιση» των οικονομικών δεικτών που αφορούν στον πληθωρισμό, το δημόσιο έλλειμμα, το δημόσιο χρέος και τα επιτόκια σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων με μεγάλες κοινωνικές, περιφερειακές και εθνικές ανισότητες, αποτελεί ένα πολιτικό μέσο πίεσης στην υπηρεσία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και σε βάρος των εργαζομένων, των ανέργων, των φτωχών. Τα προγράμματα σύγκλισης βάζουν στην ουσία τους ευρωπαϊκούς λαούς στην προκρούστεια κλίνη του νεοφιλελευθερισμού, αδιαφορώντας για την ισόρροπη ανάπτυξη, τα κοινωνικά δικαιώματα και το δικαίωμα στην εργασία. Αυτή η προς τα κάτω «εναρμόνιση» καταστρέφει ήδη τον κοινωνικό ιστό στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τροφοδοτεί την ανεργία, την κοινωνική περιθωριοποίηση και το ρατσισμό και δημιουργεί το πλαίσιο για κοινωνικές εκρήξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο φόβος των κοινωνικών αγώνων και εξεγέρσεων οδήγησε στην αστυνομική συνεργασία στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol). Από την άλλη, όμως, ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών και η μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων μειώνουν την ανάπτυξη και προετοιμάζουν το έδαφος για μια βαθιά οικονομική κρίση, τα πρώτα συμπτώματα της οποίας είναι ήδη ορατά.
Στην ιστορία του κεφαλαίου κάθε διαδικασία συγκεντροποίησης είναι μια αντιφατική, σκληρή και ιδιαίτερα επώδυνη για τα πλατιά στρώματα των εργαζομένων, διαδικασία. Στην πορεία ενοποίησης, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ενεργεί με τις δικές τους άναρχες και βάρβαρες μεθόδους που εντείνουν τις αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα της εθνικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τη λεγόμενη ευρωπαϊκή σύγκλιση, που έχουν υιοθετήσει οι κυρίαρχες δυνάμεις, θα έχει – αν υλοποιηθεί, βέβαια, στο σύνολο της – για τους ευρωπαίους εργαζόμενους τις συνέπειες που είχαν στο παρελθόν, τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η πρώτη και η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση.
Η εκτεταμένη ανεργία, η καταστροφή παραδοσιακών τμημάτων της εργατικής τάξης, η αύξηση των στρωμάτων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχιας, τα φαινόμενα περιθωριοποίησης – ιδιαίτερα στους νέους, τις γυναίκες και τους μετανάστες – που οδηγούν στις κοινωνίες των 2/3 ακόμα και του 1/3, η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, ιδιαίτερα με την πρόσφατη ευρωπαϊκή οδηγία που απορυθμίζει πλήρως το χρόνο εργασίας με τη δυνατότητα η εργάσιμη εβδομάδα να αυξηθεί ακόμα και στις 65 ώρες (!), καθώς και η παρακμή ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών, που καταδικάζονται στην υπανάπτυξη, είναι μόνον η ορατή πλευρά των συνεπειών από τις «αναδιαρθρώσεις», τις αντιμεταρρυθμίσεις δηλαδή, που επιβάλλει το σύνολο των συνθηκών της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτή η Ευρώπη είναι η Ευρώπη του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης. Δεν είναι η δική μας Ευρώπη.
Σύμφωνα με τον Μαρξ, η συσσώρευση του κεφαλαίου διαβρώνει τις δύο βάσεις του ανθρώπινου πλούτου: την εργασία που ξεπέφτει σε εμπόρευμα και τη φύση την οποία καταστρέφει γιατί την αντιμετωπίζει ως ανεξάντλητη.
Με τη συνυπογραφή της GATT, η Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία πέτυχαν την ανισομερή απελευθέρωση των αγορών σε βάρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου, ανοίγοντας έτσι ένα νέο, εξίσου άθλιο, κεφάλαιο, στην 50χρονη αλληλουχία ληστρικών επιδρομών, εξαθλίωσης, πολιτισμικών και περιβαλλοντικών καταστροφών που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των πλουσίων με τις φτωχές χώρες του πλανήτη.
Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αναπτύχθηκε και το ελπιδοφόρο κίνημα της οικολογίας, η κυριαρχία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων υπονομεύει την περιβαλλοντική πολιτική και τον καθορισμό υψηλών ορίων ρύπων, με τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας - παρά το γεγονός ότι οι αντιστάσεις από τα κινήματα περιορίζουν τη χρήση της - από την άρνηση περιορισμού των ρυπογόνων παραγωγικών διαδικασιών κλπ. Όχι μόνον η Ευρώπη αλλά και ο πλανήτης ολόκληρος κινδυνεύει πλέον από οικολογική καταστροφή.
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που με τον σχετικά μεγάλο πλούτο, τις φιλελεύθερες δημοκρατικές ανθρωπιστικές παραδόσεις, τις τρομακτικές εμπειρίες από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και πολέμους, υπήρξαν, έστω και περιορισμένα, καταφύγιο, πολιτικά πολιτισμικά και φυλετικά διωκόμενων αλλά και οικονομικά κατατρεγμένων ανθρώπων κλείνουν τώρα τα σύνορα και υψώνουν τείχη για να αφήσουν έξω άνδρες και γυναίκες που οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων οδήγησαν στην προσφυγιά. Η συνθήκη του Σένγκεν καταργεί στην ουσία το κράτος δικαίου. Το τεκμήριο αθωότητας των πολιτών - που αποτελεί τον πυρήνα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού - θυσιάζεται στο βωμό της περιβόητης «αντιτρομοκρατικής πολιτικής» που εμπνεύσθηκε και εφαρμόζει η βαθύτατα συντηρητική ηγετική ομάδα της αμερικανικής άρχουσας τάξης, καθώς και στις «ανάγκες» του αστυνομικού κράτους που οικοδομείται αθόρυβα αλλά συστηματικά σ' όλη την Ευρώπη.
Η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη πλήττει, επίσης, τους δημοκρατικούς θεσμούς. Δεν πρόκειται για ένα «δημοκρατικό έλλειμμα» που θα μπορούσε να αναπληρωθεί, αλλά για την οικοδόμηση ενός αυταρχικού πολιτικού συστήματος που ταιριάζει στο πρότυπο της ηνωμένης Ευρώπης που επιθυμούν να επιβάλλουν οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις.
Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων - που μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού μαστίζονται από το οικονομικό χάος, την φτώχεια, την κοινωνική οπισθοδρόμηση και τις εθνικές εντάσεις ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και ζώνη φτηνού εργατικού δυναμικού - εντείνουν τις αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα στο εσωτερικό της Ένωσης και ως εκ τούτου υπονομεύουν και τις διαδικασίες ουσιαστικής ενοποίησης πάνω σε καπιταλιστική βάση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνταράσσεται από συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων χωρών της για την ηγεμονία στο εσωτερικό και για ζώνες επιρροής στο εξωτερικό, ενώ η όποια κοινή εξωτερική πολιτική ασκήθηκε μέχρι τώρα όξυνε αντιθέσεις και επιδείνωσε τοπικές συγκρούσεις και αιματηρούς εμφύλιους πολέμους, όπως στις χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Ταυτόχρονα οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις οικοδομούν την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα ιμπεριαλιστικό πόλο που διεκδικεί πρωτεύοντα ρόλο στη λεγόμενη «Νέα Τάξη πραγμάτων» μετέχοντας ενεργά στον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας». Εκκολάπτεται έτσι ένας νέος ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, μια νέα καπιταλιστική υπερδύναμη με στρατιωτικό βραχίονα τον ευρωστρατό, το ευρωπαϊκό σκέλος του NATO και τη ΔΕΕ, σε «ανταγωνισμό» με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, για την κυριαρχία στον κόσμο, μια υπερδύναμη που θα αποτελέσει παράγοντα όξυνσης των διεθνών αντιπαραθέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστήριξε τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου, επιβράβευσε αυταρχικά καθεστώτα ή υποστήριξε ενεργά μέσω του NATO πολεμικές εκστρατείες κατά των χωρών του Τρίτου Κόσμου, ιδιαίτερα με τον πρώτο πόλεμο στον Κόλπο και τους βομβαρδισμούς αμάχων στη Βαγδάτη και την στρατιωτική επέμβαση στο Αφγανιστάν, ενώ έδωσε ανοχή στις Ηνωμένες Πολιτείες στον δεύτερο αιματηρό πόλεμο κατά του Ιράκ.
Η διάσπαση, με αφορμή τον πόλεμο κατά του Ιράκ, σε "παλιά" και "νέα" Ευρώπη, δεν ήταν μόνο μια ακόμη εκδήλωση των αναπόφευκτων ενδοκαπιταλιστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, αλλά και αποκάλυψε ότι ο δρόμος της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης είναι όχι μόνο μακρύς αλλά, εν τέλει, και αμφίβολος. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, αναφερόμενος στα σημερινά προβλήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αναγνωρίζει ότι «Η ευρωπαϊκή οικοδόμηση η θα πρέπει να βρει νέες βάσεις και νέους στόχους η θα καταρρεύσει διαγράφοντας για πολύ καιρό τη δυνατότητα συλλογικής πολιτικής δράσης σε αυτό το σημείο της γης».
Ευρώπη και αριστερά
Το σύνολο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως και τμήματα της αριστεράς, υποστήριξαν, την με νεοφιλελεύθερους όρους, ευρωπαϊκή ενοποίηση, επικυρώνοντας τόσο την συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και τις υπόλοιπες που διέπουν την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδέχθηκαν την οικονομική και νομισματική ένωση.. Η αντιδραστική φιλελεύθερη ιδεολογία, που δεσπόζει στο σύνολο τους τις συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θυσιάζουν όλες τις αξίες στο βωμό του κέρδους και της αγοράς, δεν αποτελεί προνόμιο των συντηρητικών κομμάτων αν και τα τελευταία αποτελούν αναμφισβήτητα τους πιο συνεπείς εκφραστές της. Έχει διαβρώσει και την ιδεολογία των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών καθώς και πολλών αριστερών κομμάτων στο όνομα του οικονομικού «ρεαλισμού».
Ευρώπη και αριστερά
Το σύνολο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, όπως και τμήματα της αριστεράς, υποστήριξαν, την με νεοφιλελεύθερους όρους, ευρωπαϊκή ενοποίηση, επικυρώνοντας τόσο την συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και τις υπόλοιπες που διέπουν την οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποδέχθηκαν την οικονομική και νομισματική ένωση.. Η αντιδραστική φιλελεύθερη ιδεολογία, που δεσπόζει στο σύνολο τους τις συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θυσιάζουν όλες τις αξίες στο βωμό του κέρδους και της αγοράς, δεν αποτελεί προνόμιο των συντηρητικών κομμάτων αν και τα τελευταία αποτελούν αναμφισβήτητα τους πιο συνεπείς εκφραστές της. Έχει διαβρώσει και την ιδεολογία των σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών καθώς και πολλών αριστερών κομμάτων στο όνομα του οικονομικού «ρεαλισμού».
Οι συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης (από τη συνθήκη του Μάαστριχτ μέχρι την πρόωρα εκπνεύσασα, από το ισχυρό ιρλανδικό «Όχι», Αναθεωρημένη Συνθήκη της Λισσαβώνας) αποτέλεσαν το προϊόν σύγκλισης του ανελέητου αστικού νεοφιλελευθερισμού και της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας στο στάδιο του γεροντικού, από πολιτική άποψη, μαρασμού της. Οι ηγετικές ομάδες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχουν αποδεχτεί το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο από τους εκφραστές του κεφαλαίου με τις γνωστές ολέθριες για τους εργαζόμενους συνέπειες.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται σήμερα μπροστά σε μια παρατεταμένη κρίση προσανατολισμού. Επιχειρούν να επαναφέρουν, μέσα στις νέες συνθήκες το σοσιαλδημοκρατικό «όνειρο» - έναν αδύναμο απόηχο του «κράτους - πρόνοια» του παρελθόντος. Ωστόσο, το «όραμα» τους περιορίζεται στην αναζήτηση «ενός τριπλού συμβιβασμού ανάμεσα στο Κεφάλαιο και την Εργασία, στην Αγορά και στο Κράτος, στον Ανταγωνισμό και την Αλληλεγγύη».
Αν και οι ίδιοι υποστήριξαν, όταν είχαν κυβερνητικές ευθύνες, με ιδιαίτερο φανατισμό το κεφάλαιο, την αγορά και τον ανταγωνισμό, σήμερα ζητούν - όχι βέβαια επιστροφή «στο πανταχού παρόν κράτος που απέτυχε» - αλλά στο να θέσουν «όρια στις μη αυτορρυθμιζόμενες αγορές»! Πρόσφατα, μάλιστα, οι «σοφοί» της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, από τον Ζακ Ντελόρ μέχρι τον Χ. Σμιτ και από τον Λ. Ζοσπέν μέχρι τον Μ. Ντ’ Αλέμα, ως απάντηση στη χρηματοπιστωτική κρίση που υπονομεύει τις βάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας, περιορίστηκαν στο να προτείνουν «μια ευρωπαϊκή επιτροπή κρίσης» η οποία θα «…ξανασκεφθεί τους κανόνες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος»! Ο Μπερνστάϊν μπροστά σ' αυτούς τους «σκεπτόμενους», σύγχρονους «θεωρητικούς» της λεγόμενης δημοκρατικής αριστεράς, ήταν υπόδειγμα σοσιαλιστικής σκέψης.
Οι αριστεροί σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη, επιζητούν ως διέξοδο την επιστροφή στην κρατική παρέμβαση μέσα, όμως, στα όρια του συστήματος - σ' ένα νέου τύπου Κεϋνσιανισμό. Η πολιτική αυτή, όμως, οδήγησε στο παρελθόν σε τεράστια ελλείμματα τους προϋπολογισμούς, κατάρρευση των επενδύσεων και σε πληθωριστικές εκρήξεις. Αυτός είναι και ο λόγος της εμμονής του μεγάλου κεφαλαίου στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τις συνεχείς περικοπές των κρατικών δαπανών.
Στην ουσία, η κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου σε όλους τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όχι μόνο υπονομεύουν τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά και συντελούν ώστε να έλθουν στην επιφάνεια όλες οι παλιές αντιθέσεις.
Στην αριστερά εκφράζεται επίσης και η αντίληψη της αποδέσμευσης επί μέρους χωρών από την Ένωση, από κόμματα που είναι αντίθετα με τις συμφωνίες της Ένωσης και τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή εκφράζεται, κατά κανόνα, όχι από τη σκοπιά της σοσιαλιστικής προοπτικής αλλά από την πλευρά της αποδέσμευσης και της «ανεξαρτησίας» του εθνικού κεφαλαίου.
Στα πλαίσια όμως του συστήματος δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια «ανεξάρτητη» πορεία. Οι συνεχείς συγχωνεύσεις και οι συνεργασίες των πιο βιώσιμων ελληνικών επιχειρήσεων με τις αντίστοιχες, κατά κύριο λόγο, ευρωπαϊκές φανερώνουν ότι το ελληνικό κεφάλαιο, όχι μόνο δεν «αποδεσμεύεται», αλλά υιοθετεί όλο και περισσότερο τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό πεδίο τον «ευρωπαϊκό δρόμο». Ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως άλλωστε και κάθε εθνικός καπιταλισμός, στρέφεται όλο και πιο πολύ ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης προς τα «έξω», προς την παγκόσμια οικονομία, προς τις πιο ισχυρές οικονομικές ενώσεις. Η Ευρώπη δεν είναι απλά ένας γεωγραφικός, αλλά ένας οικονομικός όρος ασύγκριτα πιο συγκεκριμένος από την παγκόσμια αγορά. Οι Έλληνες επιχειρηματίες φαίνεται ότι έχουν κατανοήσει πλήρως αυτή την πραγματικότητα. Είναι ουτοπία να θες να δημιουργήσεις μέσα στα εθνικά πλαίσια και με αστικούς όρους ένα αυτάρκες σύστημα.
Μια αυτάρκης ή αυτοδύναμη καπιταλιστική Ελλάδα, όπως άλλωστε και μια αυτάρκης Γερμανία, είναι αδύνατον ουσιαστικά να υπάρξουν. Οι δύο χώρες πρέπει να αποτελέσουν μέρος μιας ανώτερης ενότητας. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους θα γίνει αυτή η ενότητα. Με τους όρους των δυνάμεων του κεφαλαίου - αν υποθέσουμε ότι αυτή η διαδικασία τελικά ολοκληρωθεί - ή με τους όρους των δυνάμεων της εργασίας;
Οι δυνάμεις της εργασίας είναι χωρίς αμφιβολία, μετά τη ραγδαία κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την προσωρινή υποχώρηση των σοσιαλιστικών οραμάτων, σε αδυναμία να ενοποιήσουν την Ευρώπη με τους δικούς τους όρους. Οι αστικές δυνάμεις δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να προσπαθούν να καλύψουν το κενό.
Χωρίς αμφιβολία, η ευρωπαϊκή αριστερά οφείλει ν' αντισταθεί στις αστικές, νεοφιλελεύθερου τύπου, με σοβαρά προβλήματα δημοκρατικού ελλείμματος, διαδικασίες ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή δε σημαίνει άμβλυνση της αντίθεσης στην καπιταλιστική ολοκλήρωση και τον περιορισμό της σε μια απλή άρνηση του νεοφιλελευθερισμού, σ' ένα νέου τύπου κεϋνσιανισμό. Αντίθετα, σύμφωνα με τη Γκραμσιανή αντίληψη, είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη, όχι με την επιστροφή στους εθνικούς δρόμους, αλλά με τη δημιουργία ενός θεμελιακά νέου ευρωπαϊκού οικοδομήματος – μιας νέας Ευρώπης. Με τη σοσιαλιστική προοπτική που αποτελεί, με ιστορικούς όρους, τη μόνη εναλλακτική πρόταση στις αστικές διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο Μαρξ σε μια ανάλογη συζήτηση που απασχόλησε το δημοκρατικό και αριστερό κίνημα της Ευρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα, στο λόγο που εκφώνησε στο Δημοκρατικό Σύνδεσμο των Βρυξελλών, ενώ υπέβαλε σε αυστηρή κριτική την ελευθερία του εμπορίου - που απέβλεπε, όπως ακριβώς σήμερα και η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, στην άρση των παράλογων τελωνειακών φραγμών και σε μια φάση επέκτασης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου - δεν πρότεινε την επιστροφή στο παρελθόν: «Για να συνοψίσουμε : Τι είναι λοιπόν η ελευθερία του εμπορίου μέσα στη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας ;» έθεσε, τότε το ερώτημα ο Μαρξ. Για να δώσει αμέσως την απάντηση : «Είναι η ελευθερία του κεφαλαίου…Θα δει ο εργάτης πως δεν τον κάνει λιγότερο σκλάβο το απελευθερωμένο κεφάλαιο από το κεφάλαιο που το συνθλίβουν τα τελωνεία. …Δεν πρέπει να απορούμε που οι οπαδοί του ελεύθερου εμπορίου δεν μπορούν να καταλάβουν πως μπορεί μια χώρα να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης, αφού οι ίδιοι αυτοί κύριοι, δεν θέλουν πια να καταλάβουν πως, στο εσωτερικό μιας χώρας, μια τάξη μπορεί να πλουτίζει σε βάρος μιας άλλης τάξης».
Ο Μαρξ στην εποχή του καταδίκαζε της καταστροφικές συνέπειες της ελευθερίας του εμπορίου και όλες τις διαδικασίες συγκέντρωσης του κεφαλαίου από τη σκοπιά της επανάστασης και της σοσιαλιστικής προοπτικής : «Αλλά γενικά, στις ημέρες μας, το σύστημα της ελευθερίας του εμπορίου είναι καταστροφικό. Διαλύει τις παλιές εθνικότητες και σπρώχνει στο έπακρο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο. Με μια λέξη, το σύστημα της εμπορικής ελευθερίας επιταχύνει την κοινωνική επανάσταση. Μονάχα με τούτη την επαναστατική έννοια, κύριοι, ψηφίζω υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου».
Αν και κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει από τώρα, περίοδο σύγχυσης και υποχώρησης του κινήματος, τους δρόμους - την πολυπλοκότητα και την ανισομέρεια των μορφών μετάβασης - (για παράδειγμα ποιος μπορεί ν' αποκλείσει στο μέλλον η καπιταλιστική αλυσίδα να σπάσει όχι σ' ένα αδύναμο, αλλά σ' έναν ισχυρό κρίκο, όπως είναι για παράδειγμα η Γαλλία ή Γερμανία;), εντούτοις η προοπτική της σοσιαλιστικής Ευρώπης μπορεί και πρέπει ν' αποτελέσει τον ιστορικό στόχο της πολιτικής δράσης για την ελληνική και ευρωπαϊκή αριστερά, ιδιαίτερα για την ριζοσπαστική και κομμουνιστική εκδοχή της.
Παρά το γεγονός ότι η εκτεταμένη καπιταλιστική διεθνοποίηση απαιτεί όλο και περισσότερο διεθνείς λύσεις, εντούτοις, η πάλη στο εθνικό πεδίο διατηρεί το ειδικό της βάρος. Είναι φανερό, όμως, ότι η πάλη στο εθνικό πεδίο είναι πλέον - περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ανθρώπινη ιστορία - διεθνής και το αντίστροφο.
Η «Άνοιξη των λαών» αυτή τη φορά θα είναι σοσιαλιστική
Ο ίδιος ο βαθμός διεθνοποίησης του κεφαλαίου και, μέχρις ενός σημείου, των πολιτικών θεσμών, επιβάλλει, ωστόσο, σχεδόν με όρους επιβίωσης, την αντίστοιχη διεθνοποίηση της δράσης του εργατικού κινήματος. Ο σοσιαλισμός είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά όχι ένας εθνικός, αλλά ένας ευρωπαϊκός στόχος.
Η «Άνοιξη των λαών» αυτή τη φορά θα είναι σοσιαλιστική
Ο ίδιος ο βαθμός διεθνοποίησης του κεφαλαίου και, μέχρις ενός σημείου, των πολιτικών θεσμών, επιβάλλει, ωστόσο, σχεδόν με όρους επιβίωσης, την αντίστοιχη διεθνοποίηση της δράσης του εργατικού κινήματος. Ο σοσιαλισμός είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά όχι ένας εθνικός, αλλά ένας ευρωπαϊκός στόχος.
Η ιστορία του κινήματος στην Ευρώπη έχει αποδείξει - περισσότερες από μια φορά - ότι σε μεγάλες ιστορικές καμπές η κοινωνική πλημμυρίδα ξεπερνούσε τα εθνικά πλαίσια και αγκάλιαζε ολόκληρη την ήπειρο.
Η περίφημη «Άνοιξη των λαών», η μεγάλη δημοκρατική επανάσταση του 1848, ξεκίνησε από το Παρίσι της επανάστασης και εξαπλώθηκε ταχύτατα - επιβεβαιώνοντας την προσφιλή θεωρία του Μέτερνιχ περί «μεταδοτικότητας της επανάστασης» - όχι μόνο σε ολόκληρη τη Γαλλία, αλλά και στα γερμανικά κρατίδια, στο Βερολίνο, τη Δρέσδη, την Κολωνία, στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, τη Βιέννη, την Βουδαπέστη, την Πράγα, στην ιταλική χερσόνησο, τη Ρώμη, το Μιλάνο, τη Νάπολι, τη Βενετία, στη Βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο, ενώ προκάλεσε αναστατώσεις στην Ισπανία, τη Ρουμανία, τη Δανία και δευτερευόντως στην Ελλάδα και την Ιρλανδία. Ο ιστορικός Ε. Χομπσμπάουμ εύστοχα σημειώνει ότι η «Επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα … Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά … Ότι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνου έθνους τώρα έμοιαζε να είναι “η άνοιξη των λαών” μια ολάκερης ηπείρου».
Ο Μαρξ, που είχε μια διεθνιστική αντίληψη και του ήταν ξένος κάθε εθνικιστικός προσανατολισμός, υποστήριξε ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες της ήττας της μεγαλειώδους Παρισινής Κομμούνας υπήρξε το γεγονός ότι η επανάσταση περιορίστηκε στα στενά όρια της Γαλλίας : «…η Κομμούνα έπεσε γιατί σε όλες τις πρωτεύουσες – το Βερολίνο, τη Μαδρίτη και τις άλλες – ανέφερε ο Μαρξ - δεν έγινε ταυτόχρονα ένα μεγάλο επαναστατικό κίνημα, που να συνδέεται με την ρωμαλέα εξέγερση του παρισινού προλεταριάτου».
Ο καταστροφικός και αιματηρός πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1914, προκάλεσε ένα παρατεταμένο επαναστατικό ξέσπασμα, που και αυτό, αγκάλιασε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι Ρωμανώφ της Ρωσίας, οι Χοετζόλερν της Γερμανίας, οι Αψβούργοι της Αυστρίας της Ουγγαρίας και της Τσεχίας καθώς και οι Σουλτάνοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, παρατηρούσαν έκπληκτοι και ανήμποροι την κατάρρευση των αυτοκρατοριών τους. Τη νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία στα 1917 ακολούθησαν τα επαναστατικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη Γερμανία από το1919 μέχρι το 1923, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Φινλανδία, την Ιταλία… Ήταν τέτοια η έκταση του κινήματος που ο Λένιν, στο ιδρυτικό συνέδριο της 3ης Διεθνούς, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι «Η νίκη της επανάστασης σε όλο τον κόσμο είναι εξασφαλισμένη. Πλησιάζει η στιγμή της θεμελίωσης της διεθνούς Σοβιετικής Δημοκρατίας»!
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε, επίσης, ένα ισχυρό επαναστατικό κύμα, που σε συνδυασμό με την επέλαση του κόκκινου στρατού, κλόνισε τα αστικά καθεστώτα σε ολόκληρη την Ευρώπη και παρέσυρε στη δίνη της επανάστασης την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, την Ανατολική Ευρώπη, την Ιταλία, τη Γαλλία κλπ. Μετά το τέλος του πολέμου όχι μόνο ο χάρτης στην Ευρώπη αλλά και ο συσχετισμός δυνάμεων άλλαξε θεαματικά, γεγονός που ενίσχυσε στη νικηφόρα πορεία τους τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Το 1968 υπήρξε η χρονιά που ένα παλιρροϊκό κύμα συγκλόνισε όχι μόνο την Ευρώπη αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Ο φοιτητής της Ναντέρ και ο απεργός εργάτης της Ρενώ συναντήθηκαν, στο πεδίο του αγώνα, με τον αντάρτη της Σαϊγκόν και τους αγωνιστές των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων και ο φοιτητής του Μπέρκλεϋ και ο Μαύρος Πάνθηρας με τους ριζοσπάστες φοιτητές της πόλης του Μεξικού και τους νέους εργάτες της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η πάλη στο εθνικό πεδίο μπορεί και πρέπει ν' αποτελεί όχι το τέλος, αλλά την αρχή μιας πορείας, που αποτελεί με ιστορικούς όρους μια επαναστατική διαδικασία, και είναι συνδυασμένη με το συντονισμό των αγώνων, με προοπτική την κοινωνική αλλαγή, σε ευρωπαϊκό και τελικά σε διεθνές επίπεδο. Αν ο καπιταλισμός δεν μπορεί πλέον να υπάρξει σε μια μόνο χώρα, ακόμα περισσότερο, δεν μπορεί να υπάρξει ο σοσιαλισμός. Η Ευρώπη, στην πραγματικότητα, μπορεί να ενοποιηθεί όχι από τις δυνάμεις του κεφαλαίου – οι οποίες δημιουργούν μια απεχθή και αποκρουστική στα πλατιά στρώματα των εργαζομένων, ενωμένη Ευρώπη – αλλά από τις δυνάμεις της εργασίας. Η πλήρης και ολοκληρωτική αντίθεση στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση είναι, από την άποψη αυτή, συνδυασμένη με την πρόταση για μια νέα Ευρώπη, για τη δημιουργία ενός θεμελιακά νέου δημιουργήματος στην Ευρώπη.
Βέβαια, τόσο το κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, που υποφέρει από τη γεροντική ασθένεια του κυβερνητισμού και της κεντροαριστεράς, όσο και η πλειοψηφία των κομμάτων και των οργανώσεων της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που έχουν προσβληθεί από τις γνωστές παιδικές ασθένειες του κινήματος, δεν είναι προς το παρόν σε θέση να διαδραματίσουν ένα κεντρικό, ηγεμονικό ρόλο, ούτε και να προτείνουν μια επεξεργασμένη, εναλλακτική προοπτική σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι νέες συνθήκες, ωστόσο, απαιτούν, χωρίς χρονοτριβή, εναλλακτικές λύσεις απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές και βασικά τη διατύπωση τόσο ενός προγράμματος άμεσων διεκδικήσεων όσο και ενός σχεδίου κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η επεξεργασία από τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς, ιδιαίτερα από τη ριζοσπαστική της πτέρυγα, ενός Προγράμματος Μετάβασης, που να συνδέει την πάλη για τα άμεσα αιτήματα με τους ιστορικούς στόχους του κινήματος, είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία. Η ευρωπαϊκή αριστερά οφείλει να προτείνει τους δικούς της δείκτες ενοποίησης – στον αντίποδα των σημερινών καταστροφικών και απάνθρωπων νεοφιλελεύθερων δεικτών που προωθούν οι κυρίαρχες αστικές δυνάμεις - όπως την κατάργηση του περιβόητου Συμφώνου Σταθερότητας, τη μηδενική ανεργία, τη μείωση των ωρών εργασίας, τις αυξήσεις στους μισθούς και τα μεροκάματα, τη δημόσια παιδεία και υγεία, τη λαϊκή στέγη, τις δημόσιες συγκοινωνίες, την προστασία του περιβάλλοντος από τα αδηφάγα ιδιωτικά συμφέροντα, την προστασία των πολιτικών, εθνικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων, την υποστήριξη και την παροχή δικαιωμάτων στους μετανάστες κλπ. Μα πάνω από όλα να αγωνιστεί για τη ριζική αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών - η «άλλη» Ευρώπη δεν μπορεί παρά να φτιαχτεί πάνω στα ερείπια των αντιδημοκρατικών δομών της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης - με τον επαναπροσδιορισμό του οράματος για μια νέα σοσιαλιστική κοινωνία, με τη μαρξιστική και όχι τη σοσιαλδημοκρατική έννοια του όρου.
Μια κοινωνία, με νέες αξίες και κινητήριες δυνάμεις χωρίς καπιταλιστική εκμετάλλευση και ανισότητες. Με κοινωνικοποιημένες μορφές ιδιοκτησίας και διανομής. Με την κοινωνικοποίηση της πίστης, της βιομηχανίας, των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, της ναυτιλίας και των μεταφορών. Μιας σοσιαλιστικά σχεδιασμένης οικονομίας, κάτω από εργατική διαχείριση και έλεγχο βασισμένο στις οργανώσεις (συνδικάτα, συμβούλια κλπ) των εργαζομένων, που θα βρίσκεται στον αντίποδα του γραφειοκρατικού «υπαρκτού σοσιαλισμού». Με αποκεντρωμένες μορφές σχεδιασμού και διεύθυνσης. Με την αυτοδιαχείριση και την άμεση συμμετοχή των ίδιων των παραγωγών και των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών. Με διευρυμένες και ενισχυμένες μορφές άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Με λογικές ανάπτυξης και ποιοτικά κριτήρια που θα επιβάλλουν το σεβασμό του περιβάλλοντος, την προστασία της οικολογικής ισορροπίας και την ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής. Με πλήρη δικαιώματα, αυτονομία και εγγυήσεις, ιδιαίτερα στις μικρές εθνότητες, απάντηση στον αντιδραστικό και κλειστοφοβικό εθνικισμό. Με νέες ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Για μια κοινωνία απελευθερωμένη που θα βάλει νέες βάσεις στις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και τις σχέσεις ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση.
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Τάκης Μαστρογιαννόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου