2 Ιουν 2008

Ποιον ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε; Mία πρωτοβουλία της Ομάδας ΡΟΖΑ

Ποιον ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε;


Το ακόλουθο κείμενο κυκλοφόρησε με πρωτοβουλία της Ομάδας ΡΟΖΑ και υπογράφεται από 131 συντρόφισσες και συντρόφους από 19 πόλεις.


Ο πολιτικός αντίκτυπος της παρέμβασης του ΣΥΡΙΖΑ στη δημόσια ζωή δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την εμβέλεια και τις πιθανές προοπτικές του εγχειρήματος. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα ο ανασυγκροτημένος ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε όχι μόνο να αυξήσει κατά πολύ το εκλογικό ποσοστό του αλλά και να αποκτήσει ευρύτατο πολιτικό ακροατήριο. Ταυτόχρονα, τα δειλά, πλην σημαντικά, βήματα προς την οργανωτική συγκρότησή του (με κορυφαίο βέβαια την πρόσφατη Πανελλαδική Σύσκεψη) έδωσαν τα αναγκαία εχέγγυα για τη συνέχεια του εγχειρήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ισχυρή πολιτική δύναμη που στέλνει (και αυτό για μας είναι το κυριότερο) ένα αριστερό μήνυμα στην κοινωνία. Οι πρώτες αντιδράσεις από τη μεριά του αστικού πολιτικού κόσμου και των καθεστωτικών μηχανισμών δείχνουν ότι μια ισχυρή ριζοσπαστική Αριστερά ενοχλεί τους «από πάνω» γιατί ακριβώς αυξάνει την αγωνιστική αυτοπεποίθηση των «από κάτω». Παράλληλα, στο εσωτερικό της Αριστεράς η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ καταρρίπτει δύο μύθους: Ο πρώτος είναι ότι οι διαφορές μεταξύ των αριστερών δυνάμεων είναι αγεφύρωτες και κατά συνέπεια τα ενωτικά εγχειρήματα είναι αδύνατα ή βραχυχρόνια. Ο δεύτερος είναι ότι για να γίνει η Αριστερά πιο ισχυρή θα πρέπει να «στρογγυλέψει» τις θέσεις της και να γίνει πιο «μετριοπαθής».


Έχουμε, λοιπόν, πολλούς λόγους για να αισιοδοξούμε. Την ίδια στιγμή όμως ορισμένες τάσεις μάς δημιουργούν ανησυχία. Επομένως, μάλλον είναι η κατάλληλη ώρα για να συζητήσουμε ποιον ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε και ποιον δεν θέλουμε.


Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, που δεν θέλουμε υποτιμά τις διαδικασίες βάσης, συρρικνώνοντας τις ουσιαστικές λειτουργίες του στην κορυφή, και πελαγοδρομεί μεταξύ οργανωτισμού και κεντρικοπολιτικισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ που εμείς θέλουμε είναι ανοιχτός τόσο στις οργανωμένες δυνάμεις όσο και στους ανένταχτους, διαρθρώνεται με τοπικές πρωτοβουλίες και θεματικά δίκτυα, οργανώνεται από τα κάτω με τη γραμματεία του κυρίως να συντονίζει τη δράση των τοπικών και των θεματικών επιτροπών, διαμορφώνει τη διακριτή αυτόνομη οντότητά του (χωρίς βέβαια να μετατρέπεται σε κόμμα), θεωρεί το λόγο των «ανένταχτων» ίσης βαρύτητας με αυτόν των «ενταγμένων», προκρίνει τη δράση στα κινήματα, απορρίπτοντας ταυτόχρονα τους πειρασμούς της υποκατάστασης και του καπελώματος. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο ποια πολιτική πρέπει να ακολουθήσει αλλά και πώς να την πραγματοποιήσει. Δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή πολιτική χωρίς συμμετοχή, αυτενέργεια και άμεση δημοκρατία. Δεν μπορεί να υπάρξει ριζοσπαστικός και κινηματικός ΣΥΡΙΖΑ οργανωμένος στο πρότυπο των παλιών κακών σταλινικών κομμάτων.


Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε φιλοδοξεί να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο, αλλά δεν απογειώνεται λόγω δημοσκοπήσεων. Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ποσοστό που κατέκτησε στις τελευταίες εκλογές και όχι αυτά που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις. Οι δημοσκοπήσεις μετράνε τάσεις αλλά δεν αποτυπώνουν οριστικές πολιτικές στάσεις. Την τρέχουσα δεκαετία τόσο η ιταλική όσο και η γαλλική Αριστερά παρασύρθηκαν σε έναν δημοσκοπικό ενθουσιασμό που κατέρρευσε γρήγορα σαν χάρτινος πύργος.


Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στις κινηματικές αντιστάσεις και όχι αφηρημένα στην κεντρικοπολιτική παρέμβαση, ιδιαίτερα σε αυτή που συνίσταται σε διακηρύξεις ενάντια στον δικομματισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε εδώ που έφτασε γιατί δεν υιοθέτησε το μοντέλο της δήθεν υψηλής πολιτικής, αλλά αντιθέτως επιχείρησε να προωθήσει τα ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» έτσι όπως αυτά αναδεικνύονται από τα κοινωνικά κινήματα. Είναι όντως παράδοξο ότι, αντί να συνεχιστεί αυτή η επιτυχημένη πολιτική, διακρίνουμε το τελευταίο διάστημα μια ορισμένη ρελάνς του παλαιοκομματισμού. Δεν έχουμε ανάγκη μια Αριστερά που να πολιτεύεται στους θεσμούς στο όνομα των κινημάτων, αλλά μια Αριστερά που να οργανώνει πλατιές, ενωτικές και ριζοσπαστικές αντιστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να οργανώσει την αλληλεγγύη στους απεργούς των ΟΤΑ στις χωματερές την ώρα που δέχονταν την επίθεση των ΜΑΤ, προτίμησε να κάνει δύο κομματικές συγκεντρώσεις που ούτε επιτυχία είχαν ούτε το κίνημα βοήθησαν.


Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε ενώ διατυπώνει μεταβατικά αιτήματα χωρίς να παραπέμπει τα πάντα στη Μεγάλη Νύχτα, ταυτόχρονα δεν αναζητά αριστερά κυβερνητικά προγράμματα. Η τραγωδία της ιταλικής κεντροαριστεράς και ο ενταφιασμός της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης δεν αφήνουν αμφιβολία ότι η παραμικρή υποψία συμμετοχής της Αριστεράς σε κεντροαριστερές συμμαχίες οδηγεί στην καταστροφή. Αν δεν ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων, αν τα κινήματα δεν κερδίσουν σημαντικές νίκες, αν ο κόσμος της εργασίας δεν βρεθεί με αποφασιστικότητα και συνέχεια στο δρόμο, τότε οποιαδήποτε συζήτηση περί εναλλακτικού προγράμματος αναπόφευκτα (και πολλές φορές ανεξάρτητα από τις προθέσεις των υποκειμένων της) οδηγεί στην υποταγή στην ενιαία σκέψη του νεοφιλελευθερισμού και στην αφομοίωση από το αστικό πολιτικό προσωπικό. Χωρίς ένα ισχυρό κίνημα που θα μπορέσει να επιβάλει του όρους του κόντρα στην ισχύ της άρχουσας τάξης, όποιος και αν βρεθεί υπουργός απλά θα υποταχτεί στην αδυσώπητη λογική της αστικής πολιτικής στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η Αριστερά που μας ενδιαφέρει παλεύει για την ανατροπή του καπιταλισμού και όχι για μια πιο ανθρώπινη διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτή την έννοια, η Αριστερά οφείλει να επινοεί προτάσεις και ιδέες που να περιγράφουν από σήμερα το τι είδους εξουσία επιθυμεί και επιδιώκει, επ’ ουδενί όμως εγκλωβίζεται σε σχέδια κυβερνητικής συμμετοχής στην υπάρχουσα εξουσία.


Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε παρεμβαίνει με δυναμισμό και αυτοπεποίθηση στο δημόσιο διάλογο αλλά δεν υποτάσσεται στη μιντιοκρατία και την αστική παραπολιτική. Η προσαρμογή της πολιτικής δραστηριότητας στις ανάγκες των μίντια μπορεί να φέρνει κάποια βραχυχρόνια αποτελέσματα αλλά μακροπρόθεσμα υπονομεύει τις προοπτικές της Αριστεράς θέτοντάς την υπό την ομηρία των Μέσων. Και αυτό για τέσσερις λόγους: Πρώτον, τα Μέσα είναι λιγότερα ισχυρά από ό,τι τα ίδια θέλουν να παρουσιάζονται. Δεύτερον, οι ιδεολογικές διεργασίες μέσα στην κοινωνία που ενδιαφέρουν την Αριστερά διαφεύγουν της προσοχής των παρωπιδοφόρων μίντια. Τρίτον, ο αστραπιαίος χρόνος των Μέσων διαφέρει από τον κατά πολύ μακρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χρόνο. Τέταρτον, ενώ τα Μέσα είναι υποχρεωμένα να κρατάνε τα δημοκρατικά προσχήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο βασικός τους ρόλος είναι η παγίωση της συναίνεσης στις κυρίαρχες πολιτικές. Όποιος στήνει την πολιτική του πάνω στην οικονομία τους, πολύ γρήγορα ή θα πρέπει να υποταχτεί στις επιταγές τους ή να μείνει χωρίς διαύλους επικοινωνίας με την κοινωνία.


Ο ΣΥΡΙΖΑ που θέλουμε δεν βολεύεται στην ασφάλεια του περιθωρίου αλλά και δεν γίνεται κομμάτι του εθνικού κορμού. Στο Μακεδονικό η συναίνεση στην ακολουθούμενη εθνικιστική πολιτική έριξε νερό στο μύλο της κυβέρνησης και ενίσχυσε την αστική ιδεολογική ηγεμονία στην κοινωνία. Αντί η Αριστερά να καταγγείλει όσους τη δεκαετία του 90 απέρριπταν μετά βδελυγμίας τη σύνθετη ονομασία και τώρα την κάνουν παντιέρα, αντί να προωθήσει μια τολμηρή διεθνιστική πολιτική πρόταση που θα δημιουργούσε εύφορο έδαφος για να κλείσει με δίκαιο τρόπο το ζήτημα, αντί να υποστηρίξει το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε λαού (και επομένως και των εθνικά Μακεδόνων) στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, οχυρώθηκε πίσω από έναν προσχηματικό και εντελώς επιφανειακό αντιαμερικανισμό. Ακόμα όμως και αυτός ο δήθεν αντιαμερικανισμός κατέρρευσε όταν το επέταξαν τα εθνικά συμφέροντα: Σύσσωμοι οι έλληνες ευρωβουλευτές μπλόκαραν τη συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο για το Μακεδονικό γιατί το θέμα εκκρεμούσε στο… ΝΑΤΟ. Για να αποδειχτεί έτσι για μία ακόμα φορά ότι οι «εθνικές επιτυχίες» των ώριμων αστικών κρατών είναι επιτυχίες των «από πάνω» και του πολιτικού προσωπικού τους, νίκες της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.


Αυτόν το ΣΥΡΙΖΑ θέλουμε λοιπόν –έναν ΣΥΡΙΖΑ αντικαπιταλιστικό, διεθνιστικό, κινηματικό, έναν ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτό και συμμετοχικό– και γι’ αυτόν θα παλέψουμε.

Ομάδα ΡΟΖΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: