Διαδηλώνουμε τη ριζική μας αντίθεση στο σχέδιο της κυβέρνησης η οποία αντί να παρουσιάσει ένα σχέδιο στήριξης των ασφαλιστικών ταμείων, στήριξης της απασχόλησης, και αντιμετώπισης της χρηματοπιστωτικής κρίσης από τη σκοπιά των αναγκών και της κοινωνίας θέτει το τεράστιο ποσό των 28 δις ευρώ στη διάθεση των τραπεζιτών χωρίς καν να προηγηθεί καμιά αλλαγή στους όρους λειτουργίας των τραπεζών.
Διατυπώνουμε τις δικές μας απόψεις και προτάσεις για το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τη σκοπιά των αναγκών της κοινωνίας και των εργαζομένων. Οι προτάσεις μας αυτές εντάσσονται στην ευρύτερη προσπάθεια την οποία κάνουμε για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Απευθύνονται στην κοινωνία, σαν προτάσεις δράσης αλλά και δημόσιας διαβούλευσης.
1) Το σχέδιο είναι κραυγαλέα κοινωνικά άδικο, αδιαφανές, χαριστικό για το τραπεζικό κεφάλαιο και οικονομικά ατελέσφορο.
Πρώτο. Το «σχέδιο στήριξης των ελληνικών τραπεζών» που ανακοίνωσε η κυβέρνηση (καθώς και το αντίστοιχο της Ε.Ε. το οποίο εξειδικεύει) είναι γραμμένο με το χέρι των τραπεζιτών και όχι της κοινωνίας. Κύριο μέλημα του σχεδίου είναι να στηρίξει το σύστημα και να του επιτρέψει να συνεχίσει την κερδοσκοπική του λειτουργία σε βάρος της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνίας, να διασώσει τους υπεύθυνους της κρίσης, τη στιγμή που υπάρχει τεράστια ανάγκη για την υποστήριξη ενός μεγάλου αριθμού δανειοληπτών, οι οποίοι βρέθηκαν να πληρώνουν τους πειραματισμούς των «μάγων» του απελευθερωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το ποσό που διατίθεται είναι τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα (μεγαλύτερο του 10% του ΑΕΠ) και αντιστοιχεί σε 3.000 ευρώ σχεδόν ανά άτομο. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτει πλήρως την υποκρισία της πολιτικής της κυβέρνησης η οποία χρόνια τώρα αρνείται το 0,5% του ΑΕΠ που ζητούσαμε για τη θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος η την αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση στο 5%. Τα μέτρα αυτά βαρύνουν τους Έλληνες φορολογούμενους και μάλιστα χωρίς κανένα ορατό αντίκρισμα. Ο εργαζόμενος που έχει ένα στεγαστικό δάνειο θα πληρώσει μεγαλύτερη δόση στην τράπεζα λόγω αύξησης των επιτοκίων και περισσότερους φόρους στο κράτος για τη χρηματοδότηση αυτών των μέτρων.
Δεύτερο: Το κυβερνητικό σχέδιο που αποφασίσθηκε στο όνομα της ομαλής προσφοράς δανείων, δεν συνοδεύεται από αντίστοιχα μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης δηλαδή των επενδύσεων της παραγωγής και της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων. Αυτό θα απαιτούσε, όπως επανειλημμένα έχουμε προτείνει, μια γενναία στήριξη των δανειοληπτών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων κατηγοριών τους, καθώς και ένα ευρύτερο αναπτυξιακό πλαίσιο για ανάσχεση της επερχόμενης ύφεσης, αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων και των κοινωνικών υπηρεσιών. Χωρίς αυτό, τα μέτρα που ανακοινώθηκαν καθίστανται ακόμη πιο κραυγαλέα κοινωνικά άδικα και οικονομικά ατελέσφορα.
Τρίτο: Την ίδια ώρα που η χρηματοδότηση των τραπεζών γίνεται με δημόσιο χρήμα, η κυβέρνηση συνεχίζει την ίδια πολιτική που έχει αναγορεύσει τις τράπεζες σε «κράτος εν κράτει» και το κέρδος των μεγαλομετόχων σε υπέρτατη αρχή και απόλυτο κριτήριο λειτουργίας τους. Η κυβέρνηση δεν προχωρά στην αναμόρφωση του τραπεζικού συστήματος, του τρόπου και του περιεχομένου της λειτουργίας του. Τα μέτρα στηρίζονται στην αρχή «άλλος πληρώνει – άλλος θέτει τους κανόνες», «άλλος πληρώνει - άλλος κερδίζει».
Πρόκειται για εκείνες ακριβώς τις αρχές που ισχύουν και τώρα και οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Μία είναι η λύση: η κοινωνική καταδίκη και ανατροπή τους.
2) Ένα διαφορετικό, προοδευτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων και των άμεσων κινδύνων, ιδιαίτερα στη φάση της παρούσας κρίσης, θα έπρεπε, πέραν των άλλων, να εξασφαλίζει τα ακόλουθα:
i) να είναι διαφανείς οι όροι και τα κριτήρια με τα οποία θα χορηγηθεί και θα κατανεμηθεί η όποια στήριξη. Η στήριξη να αφορά στην αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων και όχι την επιδότηση των τραπεζών και των κερδών τους,
ii) να συνοδεύεται από σαφείς κανόνες που να δεσμεύουν τις τράπεζες για ουσιαστικές μειώσεις των επιτοκίων, που και πριν την κρίση ήταν υψηλά,
iii) να εντάσσεται σε ένα εναλλακτικό σχέδιο για την αποτελεσματική εποπτεία, τον κοινωνικό έλεγχο και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με σαφείς αναπτυξιακές κατευθύνσεις, με νέα κριτήρια αποδοτικότητα και με πυρήνα του έναν ισχυρό δημόσιο τραπεζικό τομέα και βασικό πυλώνα την Εθνική Τράπεζα υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο,
iv) να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα και τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος πράγμα που απαιτεί την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου και των πολιτικών που ευθύς εξαρχής ευθύνονται για την κρίση,
v) να διασφαλίζει τον ρόλο των εργαζομένων στις τράπεζες μέσω του σεβασμού των εργασιακών τους δικαιωμάτων, της εξασφάλισης και τήρησης των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, της ανεμπόδιστης συνδικαλιστικής δράσης.
3) Η κεφαλαιακή επάρκεια να αποκατασταθεί με αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και όχι με λογιστικά τεχνάσματα. Η αλλαγή του λογιστικού προτύπου με αριθμό 39 δεν είναι ένα τεχνικό απλά ζήτημα, αλλά ανοίγει το δρόμο για την εφαρμογή «δημιουργικής λογιστικής», με στόχο τη συγκάλυψη ζημιών. Έτσι οι τράπεζες θα μπορούν να εμφανίζονται με «υγιείς» ισολογισμούς ενώ τα ίδια κεφάλαιά τους και η κεφαλαιακή τους επάρκεια μπορεί να έχει μειωθεί. Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο, εκτός των άλλων, έρχονται να καλύψουν τα μέτρα της κυβέρνησης. Είναι μέτρα για να συγκαλυφθούν οι ζημιές, να στηριχθούν τα κέρδη, έστω και με τρόπο πλασματικό, να ευνοηθούν κάποιες τράπεζες με αδιαφανείς διαδικασίες, να μην αλλάξει τίποτα στο τραπεζικό σύστημα.
Αν οι τράπεζες έχουν ανάγκη από κεφάλαια θα πρέπει να τα βρουν με αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου. Αν οι μέτοχοί τους είναι απρόθυμοι να συνεισφέρουν τότε δεν έχουν το δικαίωμα να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους τα συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα. Η λύση είναι μία: Αν μια τράπεζα έχει ανάγκη από κεφάλαιο αλλά οι μέτοχοί της δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τα εξασφαλίσουν τότε η τράπεζα αυτή περνά ολοκληρωτικά στον κρατικό έλεγχο χωρίς καμιά αποζημίωση.
4) Στο κέντρο της πολιτικής πρέπει να έλθει η κρίση της απασχόλησης και του κοινωνικού κράτους.
Κάθε μέρα που περνά η χρηματοπιστωτική κρίση μετεξελίσσεται και σε μια κρίση απασχόλησης και του κοινωνικού κράτους.
Η δυσκολότερη και ακριβότερη χρηματοδότηση της οικονομίας θα φέρει πολλές επιχειρήσεις στο «κόκκινο» με τον κίνδυνο να αυξηθούν οι χρεοκοπίες, και οι απολύσεις. Είναι ανάγκη να ληφθούν συμπληρωματικά μέτρα χρηματοδοτικής στήριξης των μικρών ιδιαίτερα επιχειρήσεων και να δημιουργηθούν μηχανισμοί δημόσιας παρέμβασης, στήριξης και αναδιάρθρωσης σε κλαδικό και περιφερειακό επίπεδο με στόχο τη διάσωση θέσεων απασχόλησης.
Υποστηρίζουμε τη λήψη άμεσων μέτρων για την ανάσχεση της κρίσης αλλά και μια στρατηγική ανάκτησης των μέσων και των δυνατοτήτων παρέμβασης και άσκησης δημόσιας πολιτικής με την κατάργηση του συμφώνου σταθερότητας, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, την ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου σε επιχειρήσεις – εργαλεία αναπτυξιακής πολιτικής.
5) Στήριξη των δανειοληπτών για δάνεια που καλύπτουν άμεσες ανάγκες.
Με την άνοδο των επιτοκίων και των δόσεων η θέση πολλών δανειοληπτών έχει γίνει δύσκολη. Πέρα από τα άμεσα μέτρα που έχουμε προτείνει για την προστασία των δανειοληπτών είναι ανάγκη πρώτον να υπάρξουν πιο γενναίες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση αυτή
Καταθέτες και δανειολήπτες
• Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι δεν θα αυξηθεί η επιτοκιακή επιβάρυνση των δανειοληπτών αλλά αντίθετα να μειωθεί.
• Άμεση απαγόρευση των κατασχέσεων και πλειστηριασμών της πρώτης κύριας κατοικίας για στεγαστικά δάνεια, ειδικά για την πρώτη κατοικία, που σήμερα κινδυνεύει για χρέη 1000 και 2000 ευρώ. Προς αυτή την κατεύθυνση επίσης προτείνουμε να ιδρυθεί «Εγγυοδοτικό Ταμείο Στέγασης», το οποίο, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, να παρεμβαίνει ανάμεσα στην δανείστρια τράπεζα και τον δανειολήπτη, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να αποφεύγονται οι πλειστηριασμοί κατοικιών.
• Περιορισμός του ανατοκισμού (πανωτόκια) για όλους σε όριο όχι πάνω από το διπλάσιο του αρχικού κεφαλαίου, όπως γίνεται σήμερα με τους αγρότες.
• Άμεση νομοθετική κατάργηση των καταχρηστικών πρακτικών και χρεώσεων των τραπεζών, που επιβαρύνουν τους δανειολήπτες και που πολλές από αυτές έχουν θεωρηθεί παράνομες από τα δικαστήρια.
6) Ειδική τράπεζα για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις.
i) Μετεξέλιξη του Ταμείου Εγγυοδοσίας Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων (ΤΕΜΠΜΕ) σε τράπεζα ειδικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος ή δημιουργία νέας με αντικείμενο τη χορήγηση δανείων σε μικρές, πολύ μικρές επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους. Οι όροι των προσφερόμενων δανείων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση βασικοί όροι οφείλουν να είναι η υιοθέτηση φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών, η δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας πλήρους και σταθερής απασχόλησης ή η μετατροπή θέσεων μερικής ή ορισμένου χρόνου απασχόλησης σε θέσεις πλήρους και διαρκούς απασχόλησης.
ii) Ενίσχυση της αυτοχρηματοδότησης των πολύ μικρών και των μικρών επιχειρήσεων μέσω της παροχής δυνατότητας για διαμόρφωση αφορολόγητου αποθεματικού του οποίου η διάρκεια και το ύψος θα διαφοροποιείται ανάλογα με το μέγεθος και τον τζίρο κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης.
7) Κοινωνική πολιτική κατοικίας – Στεγαστική Τράπεζα εργαζομένων.
Η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος απέδειξε με τον ποιο δραματικό τρόπο το γεγονός ότι όταν βασικές κοινωνικές ανάγκες (όπως αυτή της στέγασης) επιλέγεται να καλυφθούν μέσω της αγοράς τα αποτελέσματα μπορεί να είναι καταστροφικά. Το δικαίωμα στη στέγαση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο κερδοσκοπίας, αλλά υπόθεση μιας ολοκληρωμένης δημόσιας κοινωνικής πολιτικής.
Πρέπει επομένως να υπάρξουν νέες πολιτικές δημόσιου χαρακτήρα για την ικανοποίηση βασικών αναγκών, όπως χάραξη μιας πολιτικής κοινωνικής κατοικίας η οποία θα μπορούσε να συνδυασθεί και με προγράμματα οργανωμένης δόμησης και αναβάθμισης του περιβάλλοντος.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει και η δημιουργία τράπεζας ειδικού σκοπού όπως για παράδειγμα μια στεγαστική τράπεζα των εργαζομένων με βάση τις δικές τους συνεισφορές στον ΟΕΚ – με τη συμμετοχή του ΟΕΚ, τη συμμετοχή ή τη συνεργασία του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων και άλλων κοινωνικών φορέων ή φορέων δημοσίου συμφέροντος.
8) Να σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας ή κεφαλαιακής επάρκειας, απουσιάζει απʼ αυτά κάθε ένδειξη μεταμέλειας της κυβέρνησης ή αλλαγή πλεύσης από την πολιτική της ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, της μεταφοράς δημόσιων πόρων προς τους τραπεζίτες και τους μεγαλομετόχους των τραπεζών, με τα φορολογικά προνόμια, και την απαράδεκτη και αντισυνταγματική λύση του ασφαλιστικού των τραπεζών. Ζητούμε να σταματήσει αμέσως κάθε κίνηση περαιτέρω ιδιωτικοποίησης στους τομείς των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών.
9) Να ανακτηθεί ο δημόσιος έλεγχος της Εθνικής Τράπεζας.
Να ενισχυθεί ουσιαστικά ο μετοχικός έλεγχος του δημοσίου στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο σε ποσοστό τουλάχιστον 51%. Να ενισχυθεί η θέση και να διευρυνθεί ο ρόλος των τραπεζών δημοσίου συμφέροντος, και συγκεκριμένα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, της τράπεζας Αττικής, της ΑΤΕ, του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων. Να ανακτηθεί ο δημόσιος έλεγχος της Εθνικής Τράπεζας.
10) Εγγύηση καταθέσεων και αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων.
Η πρόσφατη κρίση, απέδειξε ότι το ΤΕΚ είναι κατώτερο των περιστάσεων και δεν έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί τις καταθέσεις όταν πραγματικά υπάρχει ανάγκη. Πέραν της ενίσχυσης του Ταμείου αυτού είναι αναγκαίος κι ένας νέος μηχανισμός, ο οποίος θα χρηματοδοτείται από τις τράπεζες με σκοπό την αντιμετώπιση κρίσεων και άλλων συστημικών κινδύνων.
11) Νέοι κανόνες και κριτήρια λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Κεντρικός άξονας των προτάσεών μας είναι η δημιουργία ενός νέου πολιτικού πλαισίου για τη λειτουργία της πίστης και του χρηματοπιστωτικού συστήματος:
i) με νέους κανόνες πλήρους και αποτελεσματικής εποπτείας και ρύθμισης από ενιαία αρχή δημοκρατικά νομιμοποιημένη και ελεγχόμενη.
ii) με νέα κριτήρια αποδοτικότητας μακριά από κερδοσκοπικές λογικές που να βασίζονται στη μεγιστοποίηση της αναπτυξιακής και κοινωνικής αποτελεσματικότητας και όχι των κερδών των μεγαλομετόχων και των μπόνους των μεγαλοστελεχών.
iii) με ένα ισχυρό δημόσιο χρηματοπιστωτικό δίκτυο, με κεντρικό πυλώνα του την Εθνική Τράπεζα, υπό δημόσιο έλεγχο, αλλά και τη λειτουργία άλλων δημόσιων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και τραπεζών, όπως η Αγροτική Τράπεζα, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, καθώς και τράπεζες ειδικού σκοπού, οι οποίες θα καλύπτουν ειδικές ανάγκες και θα αντιμετωπίζουν ειδικά προβλήματα τμημάτων του πληθυσμού και περιφερειών.
12) Νέο πλαίσιο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η χρηματοπιστωτική κρίση που ζούμε έχει εθνικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διαστάσεις. Νέα πλαίσια λειτουργίας, νέα κριτήρια και νέες εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές απαιτούνται και στα τρία αυτά επίπεδα. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αναγκαία:
i) η αλλαγή του καταστατικού και του πλαισίου λειτουργίας της ΕΚΤ ώστε οι σκοποί της να μην περιορίζονται στον έλεγχο του πληθωρισμού αλλά να αφορούν και στη μείωση της ανεργίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της ισόρροπης περιφερειακά ανάπτυξης.
ii) ο πολιτικός έλεγχος των επιλογών της ΕΚΤ έτσι ώστε οι αποφάσεις να είναι σε αντιστοιχία με αυτούς τους διευρυμένους στόχους της.
iii) το «σύμφωνο σταθερότητας» να αντικατασταθεί από ένα σύμφωνο απασχόλησης, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής το οποίο να προβλέπει μηχανισμούς αντιμετώπισης τόσο των συστημικών κρίσεων όσο και κρίσεων και κινδύνων που πλήττουν μεμονωμένες χώρες.
iv) Ανάληψη πρωτοβουλιών για την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων.
13) Μόνο ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης και αναδιανομής για πλήρη απασχόληση και κοινωνική δικαιοσύνη μπορεί να διώξει το φόβο και την ανασφάλεια από τη ζωή των ανθρώπων.
Η χρηματοπιστωτική κρίση συνεχίζεται. Δεν αποκλείεται μια ενδεχόμενη νέα όξυνσή της να οδηγήσει στην επιλογή, ως επιλογή ανάγκης του ίδιου του καπιταλισμού για εθνικοποίηση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, όπως άλλωστε εισηγούνται διάφοροι παράγοντες.
Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι φανερές ή κρυφές ζημιές των τραπεζών και μη εξυπηρετούμενα δάνεια μεγαλοοφειλετών δεν θα επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος και το κοινωνικό σύνολο.
Πρέπει, επίσης, να εξασφαλιστεί ότι η εθνικοποίηση των τραπεζών δεν θα σημάνει την έναρξη μιας περιόδου «κρατικού καπιταλισμού» που θα αναπτύσσεται βάσει των ίδιων λογικών του συστήματος που χρεοκόπησε, αλλά θα οδηγήσει στην οικοδόμηση ενός τραπεζικού συστήματος με αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, σε όφελος της κοινωνίας.
Η κρίση όμως δεν είναι πλέον μόνο χρηματοπιστωτική. Πρόκειται για μια γενικευμένη καπιταλιστική κρίση διαρθρωτικού χαρακτήρα.
Στη νέα ιστορική φάση που η κρίση αυτή σηματοδοτεί η δική μας στρατηγική επιλογή προοπτικής δεν είναι ούτε ένας παραλλαγμένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, ούτε ένας κρατικός καπιταλισμός που με άλλα μέσα θα υπηρετεί τους ίδιους ταξικούς σκοπούς. Η δική μας στρατηγική επιλογή είναι ο σοσιαλισμός, ένας νέος σοσιαλισμός με ελευθερία και προωθημένη δημοκρατία, ο σοσιαλισμός του 21ου αιώνα.
Στην κατεύθυνση αυτή διατυπώνουμε τις προτάσεις μας για τα άμεσα προβλήματα, διεκδικούμε τις ώριμες αλλαγές που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία, αγωνιζόμαστε για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου θεσμικού πλαισίου, των απελευθερώσεων, απορρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων κλπ. που διαμόρφωσαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Μόνο ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης και αναδιανομής με κοινωνικό στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική δικαιοσύνη, μπορεί να διώξει την ανασφάλεια και τον φόβο από τους ανθρώπους, και να ανοίξει τον δρόμο σε νέες αισιόδοξες προοπτικές.